ξωπίσω

ξωπίσω
βλ. ξοπίσω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελάμνω — ἐλάμνω (Μ) ακολουθώ, καταδιώκω («ἔρχετο ἐλάμνοντά τους» ερχόταν ξωπίσω τους καταδιώκοντάς τους, Χρον. Moρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”